- προμοιχεύω
- Α [μοιχεύω]μοιχεύω γυναίκα πριν από κάποιον άλλο («τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προμοιχεύσας — προμοιχεύσᾱς , προμοιχεύω procure aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)